- φορμαλίνη
- η, Νχημ. εμπορική ονομασία υδατικού διαλύματος τής φορμαλδεΰδης που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, τη βυρσοδεψία κ.α., αλλ. φορμόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formalin, εμπορική ονομασία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… … Dictionary of Greek
ατοξίνη — Μικροβιακή τοξίνη που έχει χάσει την τοξική της ισχύ, αλλά διατηρεί τις αντιγονικές και ανοσοποιητικές της ιδιότητες. Λέγεται και ανατοξίνη. Το αβλαβές αυτό παράγωγο της τοξίνης μάς προσφέρεται, όταν τροποποιηθεί η τοξίνη με φορμαλίνη και… … Dictionary of Greek
φορμαλδεΰδη ή μυρμηκική αλδεΰδη — Πρώτο μέλος της τάξης των αλειφατικών αλδεϋδών του τύπου Η CHO. Παρασκευάζεται γενικά με οξείδωση της μεθυλικής αλκοόλης με οξυγόνο του αέρα σε παρουσία καταλύτη από χαλκό ή άργυρο: 2CH3OH + O2→ 2CH2O + 2Η2Ο. Η φ. είναι αέριο άχρωμο ερεθιστικής… … Dictionary of Greek
φορμόλη — φορμόλη, η και φορμαλίνη, η (χημ.), διάλυμα φορμαλδεΰδης σε νερό, που έχει μεγάλη αντισηπτική δύναμη και καταστρέφει τα μικρόβια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)